κατατρίζω

From LSJ
Revision as of 23:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρίζω Medium diacritics: κατατρίζω Low diacritics: κατατρίζω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΙΖΩ
Transliteration A: katatrízō Transliteration B: katatrizō Transliteration C: katatrizo Beta Code: katatri/zw

English (LSJ)

strengthd. for τρίζω, Batr.88.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.

French (Bailly abrégé)

pousser un petit cri aigu.
Étymologie: κατά, τρίζω.

Greek Monolingual

κατατρίζω (Α)
(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.

Greek Monotonic

κατατρίζω: σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.