κάψις
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
εως, ἡ, (κάπτω)
A gulping, κάψει πίνειν, of the bear, opp. σπάσει and λάψει, Arist.HA595a10.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, das Verschlucken, hastiges Hineinschlucken; κάψει πίνειν, schluckweis trinken, Arist. H. A. 8, 6.
Greek (Liddell-Scott)
κάψις: -εως, ἡ, κατάποσις, καταβρόχθισις, «χάψιμον», κάψει πίνειν, ἐπὶ τῆς ἄρκτου, ἀντίθετ. τῷ σπάσει καὶ λάψει, ἡ δὲ ἄρκτος οὔτε σπάσει πίνει οὔτε λάψει, ἀλλὰ κάψει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6. 1.
Greek Monolingual
(I)
κάψις, ἡ (Α)
καταβρόχθιση, χάψιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κάψ- (κάψ-ω, μέλλ. του κάπτω «καταπίνω, καταβροχθίζω») + κατάλ. -ις (πρβλ. βάψ-ις, ράψ-ις)].
Russian (Dvoretsky)
κάψις: εως ἡ быстрое проглатывание: κάψει πίνειν Arst. выпивать залпом.