κέδμα

From LSJ
Revision as of 12:30, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τὰ [[" to "τὰ [[")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423

Greek Monolingual

κέδμα, τὸ (Α)
(αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα
α) κιρσοί
β) κατά πλάτος διαστολή της κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Άλλοι συνδέουν τη λ. με το κήδω με τη σημ. «ταράσσω, ενοχλώ»].