κεραμοποιός

From LSJ
Revision as of 16:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερᾰμοποιός Medium diacritics: κεραμοποιός Low diacritics: κεραμοποιός Capitals: ΚΕΡΑΜΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: keramopoiós Transliteration B: keramopoios Transliteration C: keramopoios Beta Code: keramopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A potter, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1420] der Töpfer, der irdene Gefäße macht.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραμοποιός)
ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας
νεοελλ.
(ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ποιός (< ποιῶ)].