κεραμοποιός
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
English (LSJ)
ὁ,
A potter, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1420] der Töpfer, der irdene Gefäße macht.
Greek (Liddell-Scott)
κερᾰμοποιός: ὁ, κεραμεύς, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραμοποιός)
ο κατασκευαστής κεράμων, ο κεραμέας
νεοελλ.
(ειδ.) ο κατασκευαστής κεραμιδιών και τούβλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + -ποιός (< ποιῶ)].