κίβος
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
v. κιβωτός.
German (Pape)
[Seite 1436] = κιβώτιον, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κίβος: ὁ, ἐνεός, Ἡσύχ., κατὰ δὲ Σουΐδ. «κίβος, κιβωτός».
Greek Monolingual
κίβος, ὁ (Α)
(κατά το λεξ. Σούδα) «κιβωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ίσως πρόκειται για αντίστροφο παρ. του κιβωτός ή για μεταπλασμό του κατ' επίδραση του λατ. cibus].