κοινοπάτωρ
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
Greek Monolingual
κοινοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο-πάτωρ, ψευδο-πάτωρ.