κοινοπάτωρ

From LSJ
Revision as of 13:43, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

κοινοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλο-πάτωρ, ψευδο-πάτωρ.