κοινοπάτωρ

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source

Greek Monolingual

κοινοπάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο πατέρα με κάποιον άλλο, ομοπάτριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. φιλοπάτωρ, ψευδοπάτωρ.