κοπροστάσι

From LSJ
Revision as of 13:48, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

το
τόπος όπου συσσωρεύεται κοπριά, κοπρώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -στάσι (< -στά-σιον < ασθενές θ. στᾰ- του ἵστημι, πρβλ. -στᾰ-μεν, στᾰ-τός + κατάλ. -σιον), πρβλ. εικονο-στάσι, λιο-στάσι].