κουαρτέτο
From LSJ
οἰκτίστῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι → it was fated that you would be taken by the most miserable death, it has been decreed that thou shouldst be cut off by a most piteous death
Greek Monolingual
το
1. μουσική σύνθεση για τέσσερα όργανα ή για τέσσερεις φωνές
2. το σύνολο τών εκτελεστών τέτοιας σύνθεσης
3. ομάδα τεσσάρων ανθρώπων που συμπράττουν σε ένα έργο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. quartette ή quartetto < ιταλ. quartetto, υποκορ. του quarto < λατ. quartus < quattuor «τέσσερεις»].