κουρευτής
From LSJ
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A barber, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
κουρευτής: -οῦ, ὁ, = τῷ προηγ., Ψευδο-Χρυσόστ. τ. 8, 787Α.
Greek Monolingual
ο (ΑM κουρευτής, -οῡ, Α θηλ. κουρεύτρια) κουρεύς
αυτός που κόβει τα μαλλιά ανθρώπων ή κουρεύει το τρίχωμα ζώων.