κρεμβαλιάζω

From LSJ
Revision as of 17:00, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεμβᾰλῐάζω Medium diacritics: κρεμβαλιάζω Low diacritics: κρεμβαλιάζω Capitals: ΚΡΕΜΒΑΛΙΑΖΩ
Transliteration A: krembaliázō Transliteration B: krembaliazō Transliteration C: kremvaliazo Beta Code: krembalia/zw

English (LSJ)

   A mark time with castanets, Hermipp.31 (-ίζουσι codd. Ath.), cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κρεμβᾰλῐάζω: (κρέμβαλα) κρούων τὰ κρέμβαλα φυλάττω χρόνον, εὔρυθμόν τινα ἦχον ποιῶ τοῖς ὀρχουμένοις διὰ τῶν κρεμβάλων, ἅπερ ἐνίοτε ἦσαν κογχύλια ἢ ὄστρακα κ.τ.τ., λεπάδας δὲ πετρῶν ἀποκόπτοντες κρεμβαλιάζουσι Ἕρμιππ. ἐν «Θεοῖς» 5 (κοινῶς: κρεμβαλίζουσι), πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1305, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κρεμβαλιάζω (Α) κρέμβαλον
κρατώ τον ρυθμό κρούοντας τα κρέμβαλα.