κρεατοφάγος

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και κρεατοφαγάς και κρεατοφάς, ο
αυτός που έχει το κρέας ως βασικό είδος διατροφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο- (βλ. κρεο-) + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. αδη-φάγος, χορτο-φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].