κρόταφος

Revision as of 23:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ,

   A side of the forehead, Il.4.502, 20.397, Ar.Ra.854: mostly in pl., temples, Il.13.188, al., Hdt.4.187, Hp.Prog.2, etc.; πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων Theoc.15.85, cf. 11.9, IG5(1).1355 (Abia); τοὺς κ. πολιοῦνται πρῶτον Arist.GA 784b35.    2 generally, side edge, profile, Procl.Hyp.3.6; κύκλου ib.17; of a brick, PMag.Par.1.30; κατὰ κρόταφον sideways, horizontally, Hero Bel.98.2, Ph.Bel.64.25, cf. 60.7; ἐπὶ κρορόταφον on its side, ib.66.13.    II metaph., slope of a mountain, A.Pr.721; ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Philiadasap.St.Byz. s.v. Θέσπεια.    III back of a book, Anon. ap. Suid.    IV edge or narrow side of a stele, IG42(1).109 iii 162, iv 129 (Epid.). (κόρταφος EM541.23, Et.Gud., Zonar., prob. to be read in Pl.Com.84; κότραφος PMag.Osl.1.152, etc.)

Greek (Liddell-Scott)

κρότᾰφος: ὁ, (κροτέω) τὸ πλάγιον τοῦ μετώπου (ἴδ. ἐν λέξ. κόρση), Ἰλ. Δ. 502., Υ. 397, Ἀριστοφ. Βάτρ. 854· ― τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., οἱ κρόταφοι, τὰ «μηλίγγια», Λατ. tempora, Ἰλ. Ν. 188, κ. ἀλλ., Ἡρόδ. 4. 187, Ἱππ. Προγν. 36, καὶ Ἀττ.· ― παρὰ Θεοκρ., πρᾶτον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλων, ἐπὶ τῆς πρώτης ἐμφανίσεως καὶ αὐξήσεως τῆς γενειάδος, 15. 85, πρβλ. 11. 9· καὶ ὁ Ἀριστ. παρατηρεῖ ὅτι, τοὺς κρ. πολιοῦνται πρῶτον π. Ζ. Γεν. 5. 4, 10. 3) σχῆμα κατὰ κρόταφον, ἐκ τοῦ πλαγίου, ἀντίθ. τῷ κατὰ μέτωπον, κατὰ πλάτος, Ἀρχ. Μαθημ. ΙΙ. μεταφορ. ἐπὶ ὄρους, ἡ πλευρὰ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 721· ὑπὸ κροτάφοις Ἑλικῶνος Ἀνθ. Π. παράρτ. 94. ΙΙΙ. τὸ ὄπισθεν μέρος βιβλίου, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 tempe;
2 p. anal. sommet de montagne.
Étymologie: apparenté avec κόρση ; cf. κάρα.

English (Autenrieth)

(cf. κόρση, κάρη): temples of the head, Il. 4.502, Il. 20.397; usually pl.

English (Slater)

κρόταφος
   1 temple of the head. ]κροταφον[ Δ. 3. 8.

Greek Monolingual

ο, και κροτάφι, το (AM κρόταφος, Α και κόρταφος και κότραφος)
1. το δεξιό και αριστερό πλάγιο τμήμα του κεφαλιού από το μάτι ώς το αφτί, το μηλίγγιο (α. «του έβαλε το περίστροφο στον κρόταφο και του ζήτησε τα χρήματα του ταμείου» β. «ἡ δ' ἑτέροιο διὰ κροτάφοιο πέρησεν αἰχμὴ χαλκείη», Ομ. Ιλ.
γ. «τοὺς κροτάφους πολιοῡνται πρῶτον», Αριστοτ.)
2. η στενότερη πλευρά στήλης, κομματιού ξύλου, τούβλου κ.λπ.
αρχ.
1. η πλάγια όψη προσώπου, το προφίλ
2. το πίσω μέρος του βιβλίου
3. η πλαγιά του βουνού («ποταμὸς ἐκφυσᾷ μένος κροτάφων ἀπ' αὐτῶν», Αισχύλ.)
4. φρ. «κατὰ κρόταφον» — από τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κρόταφος συνδέεται με τον τ. κρότος και εμφανίζει επίθημα -φος (πρβλ. κόλα-φος). Η συχνή σύνδεση της λ. με το κρότος οδηγεί σε πιθ. αρχική σημ. «χτύπημα τών κροταφικών αρτηριών» — αυτού του είδους όμως το χτύπημα δεν χαρακτηρίζεται, βέβαια, ως ισχυρός ήχος όπως είναι ο κρότος. Έτσι, φαίνεται πιθανότερο να δηλώνει η λ. ηχηρό χτύπημα, ενώ, κατ' άλλους, θανατηφόρο χτύπημα, καθώς και το σημείο του κεφαλιού που δέχεται αυτό το χτύπημα].

Greek Monotonic

κρότᾰφος: ὁ (κροτέω),
I. πλευρά μετώπου (βλ. κόρση), στον πληθ., οι κρόταφοι, Λατ. tempora, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
II. λέγεται για βουνό, η πλαγιά του, σε Αισχύλ., Ανθ.