μονόχροιος

From LSJ
Revision as of 12:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχροιος Medium diacritics: μονόχροιος Low diacritics: μονόχροιος Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΙΟΣ
Transliteration A: monóchroios Transliteration B: monochroios Transliteration C: monochroios Beta Code: mono/xroios

English (LSJ)

ον,    A v.l. for μονόχροος in Xenocr. ap. Orib.2.58.109.

German (Pape)

[Seite 206] = μονόχροος, Xenocr. de alim., zw.

Greek (Liddell-Scott)

μονόχροιος: -ον, = μονόχροος, θήλειαι δέ εἰσι μονόχροιοι Ξενοκρ. 28, σ. 469, ἔνθα ὁ Κοραῆς (σ. 15) ἐξέδωκε μονόχροοι.

Greek Monolingual

μονόχροιος, -ον (Α)
μονόχρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χροιος (< χροιά), πρβλ. ιδιό-χροιος, λευκό-χροιος].