λισπόπυξ
From LSJ
English (LSJ)
v. λισπόπυγος.
Greek Monolingual
λισπόπυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
λισπόπυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. του πυγή.
Full diacritics: λισπόπυξ | Medium diacritics: λισπόπυξ | Low diacritics: λισπόπυξ | Capitals: ΛΙΣΠΟΠΥΞ |
Transliteration A: lispópyx | Transliteration B: lispopyx | Transliteration C: lispopyks | Beta Code: lispo/puc |
v. λισπόπυγος.
λισπόπυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
λισπόπυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίσπος + πύξ, μεταγενέστερος τ. του πυγή.