μαλθακότητα

From LSJ
Revision as of 12:40, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552

Greek Monolingual

η (Α μαλθακότης, -ητος) μαλθακός
μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα
νεοελλ.
εκθήλυνση, θηλυπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ μαλθακότης τοῦ ἐδάφους» — η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος.