μαλθακότητα
From LSJ
Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller
Greek Monolingual
η (Α μαλθακότης, -ητος) μαλθακός
μαλακότητα, απαλότητα, τρυφερότητα
νεοελλ.
εκθήλυνση, θηλυπρέπεια
αρχ.
φρ. «ἡ μαλθακότης τοῦ ἐδάφους» — η ύπαρξη ρωγμών στο έδαφος.