μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years
-άω1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο-κοπώ, μεθο-κοπώ].