λαμποκοπώ

From LSJ
Revision as of 14:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μητέρα πολλῶν ἐτῶν κληροῦχον → mother having old age for her lot, mother heiress of many years

Source

Greek Monolingual

-άω
1. εκπέμπω έντονη και συνεχή λάμψη, ακτινοβολώ, λάμπω
2. αστράφτω από καθαριότητα («τα ρούχα του πάντοτε λαμποκοπούν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπω + -κοπώ (< κόπος), πρβλ. ιδρο-κοπώ, μεθο-κοπώ].