λακτιστής

From LSJ
Revision as of 19:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λακτιστής Medium diacritics: λακτιστής Low diacritics: λακτιστής Capitals: ΛΑΚΤΙΣΤΗΣ
Transliteration A: laktistḗs Transliteration B: laktistēs Transliteration C: laktistis Beta Code: laktisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who kicks or tramples, ἵπποι λ. kicking horses, X.Mem.3.3.4; of a man, Plu.2.10c; ληνοῦ λ. treader of the winepress, AP9.403 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 9] ὁ, der mit dem Fuße Ausschlagende, mit der Ferse Stoßende, Xen. Mem. 3, 3, 4 u. Sp.; – ληνοῦ, der Kelterer, Qu. Maec. 11 (IX, 403).

Greek (Liddell-Scott)

λακτιστής: -οῦ, ὁ, ὁ λακτίζων, ἵπποι λ., ἵπποι λακτίζοντες, Ξεν. Ἀπομν. 3. 3, 4, πρβλ. Πλούτ. 2. 10C· λ. ληνοῦ, ὁ πατῶν τὰς σταφυλὰς ἐν τῷ ληνῷ, Ἀνθ. Π. 9. 403.

French (Bailly abrégé)

οῦ;
adj. m.
qui rue.
Étymologie: λακτίζω.

Greek Monolingual

ο (Α λακτιστής) λακτίζω
(για ζώο) αυτός που έχει τη συνήθεια ή την ιδιότητα να κλοτσά ή να ποδοπατά, τσινιάρης
αρχ.
φρ. «ληνοῡ λακτιστής» — αυτός που πατάει σταφύλια στο πατητήρι.

Greek Monotonic

λακτιστής: -οῦ, ὁ, κάποιος που κτυπά, ἵπποι λακτισταί, που κλωτσούν, σε Ξεν.· λακτιστὴς ληνοῦ, αυτός που πατάει τα σταφύλια στο πατητήρι, σε Ανθ.