κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
τολαμπρότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. του ρ. λάμπω, που δηλώνει αφηρημένη έννοια (πρβλ. λανθάνω: λάθος, σκοτίζω: σκότος)].