λαοτέκτων
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A stone-worker, AP7.380 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, ἐργάτης λίθων, Ἀνθ. Π. 7. 380.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λᾶας, τέκτων.
Greek Monolingual
λαοτέκτων, -ονος, ὁ (Α)
κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομο-τέκτων, χρυσο-τέκτων)].