Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(Α ληρῶ, -έω) [[[λήρος]] (Ι)]
είμαι ανόητος, λέγω ή πράττω ανοησίες, κενολογώ, μωρολογώ («εἰκὸς μέντοι σοφὸν ἄνδρα μὴ ληρεῖν», Πλάτ.)
αρχ.
(για άρρωστο άνθρωπο) παραληρώ, παραμιλώ.