λιμάρισμα

From LSJ
Revision as of 14:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand

Menander, Monostichoi, 543

Greek Monolingual

το
1. απόξεση ή λείανση με λίμα, ρίνιση
2. μτφ. φλυαρία, πολυλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιμάρω, κατά τα ουσ. σε -ισμα (πρβλ. ακόν-ισμα)].