λυπαλγής

From LSJ
Revision as of 14:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258

Greek (Liddell-Scott)

λῡπαλγής: -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος ἄλγος, τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.

Greek Monolingual

λυπαλγής, -ές (Μ)
αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυ-αλγής, οσφυ-αλγής].