λυπαλγής

From LSJ

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134

Greek (Liddell-Scott)

λῡπαλγής: -ές, ὁ ἐκ λύπης αἰσθανόμενος ἄλγος, τεθλιμμένος, Παύλ. Σ. Ἔκφρ. 474.

Greek Monolingual

λυπαλγής, -ές (Μ)
αυτός που αισθάνεται πόνο, άλγος από λύπη, θλιμμένος, λυπημένος βαθιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύπη + -αλγής (< ἄλγος), πρβλ. γονυαλγής, οσφυαλγής].

German (Pape)

[ῡ], ές, durch Leid betrübt Paul.Sil. Ecphr. 474.