μαχαιρᾶς

From LSJ
Revision as of 17:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt

Menander, Monostichoi, 539
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαχαιρᾶς Medium diacritics: μαχαιρᾶς Low diacritics: μαχαιράς Capitals: ΜΑΧΑΙΡΑΣ
Transliteration A: machairâs Transliteration B: machairas Transliteration C: machairas Beta Code: maxaira=s

English (LSJ)

ᾶ, ὁ,

   A cutler, POxy.1676.6 (iii A. D.).

Greek Monolingual

ο (Α μαχαιρᾱς) μάχαιρα
ο κατασκευαστής μαχαιριών, ο μαχαιροποιός
νεοελλ.
αυτός που είναι συνήθως οπλισμένος με μαχαίρι και το χρησιμοποιεί στις συμπλοκές ή στις φιλονικίες του, ο μαχαιροβγάλτης.