χερνιβεῖον
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
τό,
A vessel for water to wash the hands, basin, τὸ χ. πρῶτον, ἡ πομπὴ σαφής Antiph.66, cf. IG22.1400.41, al., Michel832.46 (pl., Samos, iv B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
χερνῐβεῖον: τό, λεκάνη πρὸς νίψιν τῶν χειρῶν, τὸ χ. πρῶτον ἐκ πομπῆς ἄφες Ἀντιφάνης ἐν «Βουσίριδι» 2, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 298 (ἔνθα ὁ Bentl. ἐπηνώρθωσεν αὐτὸ ἀντὶ χερνίβιον)· οὕτω καὶ ἀντὶ χερνιβίοις ἐν Ἀνδοκ. 33. 3 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι χερνίβοις, καὶ ὁ Ἀθήν. 408C - ἡμαρτημένως μνημονεύων τὸν Λυσίαν - ἔχει χερνίβιοις). ΙΙ. χερνίβιον, ἀμίς, οὐροδοχεῖον(;), Ἱππ. 1230D.