Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετεωρίτης

From LSJ
Revision as of 15:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

ο
1. αστρον. κάθε μεσοπλανητικό σωματίδιο ή αντικείμενο το οποίο επιζεί από την πτώση του στην επιφάνεια ενός πλανήτη ή δορυφόρου
2. φρ. «βροχή μετεωριτών»
αστρον. πτώση σμήνους μετεωριτών στην επιφάνεια της Γης διά μέσου της ατμόσφαιρας, αλλ. μετεωρικό ρεύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρο + κατάλ. -ίτης (πρβλ. αιματ-ίτης). Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Ιω. Πύρλα].