μηχάνησις

From LSJ
Revision as of 00:04, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνησις Medium diacritics: μηχάνησις Low diacritics: μηχάνησις Capitals: ΜΗΧΑΝΗΣΙΣ
Transliteration A: mēchánēsis Transliteration B: mēchanēsis Transliteration C: michanisis Beta Code: mhxa/nhsis

English (LSJ)

Dor. μᾱχάνᾱσις Metop. ap. Stob.3.1.120: εως, ἡ:—

   A = μηχανή, Hp.Art.72, Dexipp. 12 J.; μ. σιτοποιική Plb.1.22.7.

German (Pape)

[Seite 181] ἡ, das Anwenden einer Maschine, die Maschine selbst, σιτοποιική, Pol. 1, 22, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μηχάνησις: ἡ, ἡ χρῆσις μηχανῆς, λατ. machinatio· ὡσαύτως = μηχανή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 834, κατὰ τὸν Littré· μ. σιτοποιητικὴ Πολύβ. 1. 22, 7· - Δωρ. μαχάνασις, Θεάγης σ. 862 ἔκδ. Gal.

Greek Monolingual

μηχάνησις και δωρ. τ. μαχάνασις, ἡ (Α) μηχανώμαι
1. η χρήση μηχανής
2. η ίδια η μηχανή.

Russian (Dvoretsky)

μηχάνησις: εως (χᾰ) ἡ устройство, прибор, машина (σιτοποιϊκή Polyb.).