μικρόσαρκος
From LSJ
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ον,
A with little flesh, Xenocr. ap. Orib.2.58.81.
German (Pape)
[Seite 185] mit wenigem Fleische, Xenocr.
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρόσαρκος: -ον, μὲ ὀλίγην σάρκα, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 48.
Greek Monolingual
μικρόσαρκος, -ον (Α)
αυτός που έχει λίγο κρέας, λίγη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -σαρκος (< σαρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό-σαρκος].