μορφογένεση
From LSJ
Greek Monolingual
η
1. βιολ. η ανάπτυξη της μορφής και τών επιμέρους εσωτερικών δομών του οργανισμού κατά το εμβρυακό στάδιο, αλλ. μορφογονία
2. (γεωμορφ.) αρχή σύμφωνα με την οποία οι ομοιότητες τών μορφών του αναγλύφου της γήινης επιφάνειας οφείλονται κυρίως σε ομοιότητες τών κλιματικών συνθηκών που επικρατούν στις εξεταζόμενες περιοχές («ανθρωπογενής μορφογένεση» — η μορφολογία μιας περιοχής που προκύπτει με τις ενέργειες του ανθρώπου).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. morphogenesis (< μορφή + γένεση)].