μουγγαμάρα

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

η
1. το χαρακτηριστικό γνώρισμα και η κατάσταση του μουγγού, το να μη μπορεί κανείς να μιλήσει, βουβαμάρα
2. μτφ. παρατεταμένη και αμήχανη σιωπή («τί μουγγαμάρα είναι αυτή που σέ έπιασε σήμερα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μουγγός + κατάλ. -αμάρα (πρβλ. βουβ-αμάρα, κουτ-αμάρα)].