ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
μουσοτόκος: ἡ, ἡ τὰς μούσας τεκοῦσα, μεταγεν.
μουσοτόκος, ἡ (Α)
μητέρα τών Μουσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. [[-[[]]]].