ξυστηρίδιον
From LSJ
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
τό, Dim. of foreg., Phryn.PSp.88B.
Greek Monolingual
ξυστηρίδιον, τὸ (Α)
υποκορ. του ξυστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυστήρ + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. λουτηρίδιον)].