μουσοπρόσωπος

From LSJ
Revision as of 20:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

αὐτόματοι δ' ἀγαθοὶ ἀγαθῶν ἐπὶ δαῖτας ἴασιautomatically do the noble go to the feasts of the noble

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοπρόσωπος Medium diacritics: μουσοπρόσωπος Low diacritics: μουσοπρόσωπος Capitals: ΜΟΥΣΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: mousoprósōpos Transliteration B: mousoprosōpos Transliteration C: mousoprosopos Beta Code: mousopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A musical-looking, AP9.570 (Phld.).

German (Pape)

[Seite 211] mit Musenantlitz, Philodem. 32 (IX, 570).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοπρόσωπος: -ον, ὁ ἔχων μουσικὸν ἐξωτερικόν, Ἀνθ. Π. 9. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a les traits d’une Muse.
Étymologie: μοῦσα, πρόσωπον.

Greek Monolingual

μουσοπρόσωπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όψη Μούσας.

Greek Monotonic

μουσοπρόσωπος: -ον, αυτός που έχει μουσική όψη, που μοιάζει με μουσικό, σε Ανθ.