ξυλία
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
German (Pape)
[Seite 281] ἡ, = ξυλεία, Holzwerk, Pol. 10, 27, 10 v. l.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de ramasser du bois ; tas de bois;
2 construction en bois.
Étymologie: ξύλον.
Greek Monolingual
η ξύλο
1. χτύπημα με ξύλο
2. κάθε είδος χτυπήματος
3. παροιμ. «ο πεινασμένος γάιδαρος ξυλιές δεν λογαριάζει» — λέγεται για εκείνον που εξαναγκάζεται σε υποταγή εξαιτίας μεγάλων στερήσεων.
Russian (Dvoretsky)
ξυλία: ἡ куча дров Plut.