ναυτιώδης

From LSJ
Revision as of 06:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτιώδης Medium diacritics: ναυτιώδης Low diacritics: ναυτιώδης Capitals: ΝΑΥΤΙΩΔΗΣ
Transliteration A: nautiṓdēs Transliteration B: nautiōdēs Transliteration C: naftiodis Beta Code: nautiw/dhs

English (LSJ)

ες, (ναυτία)

   A nauseous, sickening, Dsc.1.40, Antyll. ap. Orib.4.11.6, Plu.2.127a, 128d; τὸ ν. Gal.6.678.    2 disposed to nausea, διάθεσις Id.13.122,156. Adv. -δῶς, ἔχειν Herod.Med. ap. Orib.5.27.22.

German (Pape)

[Seite 233] ες, ναυτίωσις, ἡ, att, = ναυσιώδης, ναυσίωσις.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτιώδης: -ες, (ναυτία) ὁ προξενῶν ἔμετον, πλήρης ναυτίας, Πλούτ. 2. 1 27 Α, 128D, Ξενοκρ. 47, Διοσκ. 1, 49, Γαλην. VI, 378B, κλ. ― γράφεται καὶ ναυσιώδης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui provoque la nausée, nauséabond;
2 sujet à des nausées.
Étymologie: ναυτία, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες (Α ναυτιώδης, -ῶδες) ναυτία
1. αυτός που προκαλεί ναυτία, αυτός που προκαλεί τάση για εμετό
2. αυτός που έχει τάση για εμετό, αυτός που υποφέρει από ναυτία
3. μτφ. αυτός που προκαλεί αισθήματα αποστροφής και αηδίας.
επίρρ...
ναυτιωδῶς (Α)
με ναυτιώδη τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ναυτιώδης: 1) вызывающий тошноту, тошнотворный Plut.;
2) страдающий морской болезнью, испытывающий тошноту Plut.