ναυλώνω

From LSJ
Revision as of 14:15, 27 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source

Greek Monolingual

και αναυλώνω (ΑΜ ναυλῶ, -όω, Μ και ναυλώνω) ναύλον
1. (για πλοιοκτήτη) παρέχω το πλοίο μου για τη μεταφορά προσώπων ή φορτίου αντί χρηματικού ποσού, εκμισθώνω το πλοίο μου σε κάποιον («οἱ τὰ πλοῑα ναυλοῦν τες ὅ, τι ἂν φέρῃ τις ἐμβάλλεσθαι παρέχουσι», Πλούτ.)
2. (το ενεργ. και το μέσ.) ναυλώνω και ναυλώνομαι
μισθώνω το πλοίο κάποιου για δική μου χρήση αντί χρηματικού ποσού που καταβάλλω στον πλοιοκτήτη («πλοῑον ἐναυλωσάμην δραχμῶν χ'», πάπ.)
νεοελλ.
(το παθ.) (για πλοίο) παρέχομαι αντί χρηματικού ποσού για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου.