ναύδετο
From LSJ
Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
Greek Monolingual
το (Α ναύδετον)
σχοινί του πλοίου, το παλαμάρι
νεοελλ.
ναυτ. σημαντήρας που είναι μόνιμα τοποθετημένος σε λιμάνι ή σε όρμο και στον οποίο δένεται ένα πλοίο χωρίς να απαιτείται να ρίξει άγκυρα, κν. τσαμαδούρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + δετόν (< δέω), πρβλ. μαστόδετον].