νίτρο

From LSJ
Revision as of 20:20, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

το (ΑΜ νίτρον)
νεοελλ.
(ορυκτ.) γενική ονομασία τριών φυσικών νιτρικών ορυκτών, δηλαδή του κανονικού νίτρου ή νιτρικού καλίου, του νίτρου της Χιλής ή κυβικού νατρίου ή νιτρικού νατρίου και του ασβεστούχου νατρίου ή νιτρικού ασβεστίου ή νίτρου τών τοίχων, τα οποία απαντούν στη φύση με τη μορφή εξανθήσεων που δημιουργούνται από την οξείδωση τών αζωτούχων υλικών με παρουσία αλκαλίων και αλκαλικών γαιών
(μσν-αρχ.) η ανθρακική σόδα
αρχ.
1. μίγμα παρασκευασμένο από νίτρο, έλαια και άλλες ουσίες, παρόμοιο με το σαπούνινίτρον
σάπων
καὶ εἶδος ἰατρικοῦ», Ησύχ.)
2. είδος αρτύματος
3. φρ. «νίτρον θαλάσσιον» — νίτρο που εξαγόταν από τις νιτρούχες λίμνες της Αιγύπτου (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. από το αιγυπτ. ntr (πρβλ. εβρ. neter, αραβ. natrun, χετιττ. nitri).
ΠΑΡ. νιτρικός, νιτρώδης
αρχ.
νίτρασμα, νιτρία, νιτρίτις, νιτρώ.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. νιτρέλαιον, νιτροπηγικός, νιτροποιός, νιτροπώλης
νεοελλ.
βλ. νιτρ(ο)-. (Β συνθετικό) αρχ. αμμόνιτρον, αφρόνιτρον, οξύνιτρον].