νυκτιλάλος

From LSJ
Revision as of 00:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐλάλος Medium diacritics: νυκτιλάλος Low diacritics: νυκτιλάλος Capitals: ΝΥΚΤΙΛΑΛΟΣ
Transliteration A: nyktilálos Transliteration B: nyktilalos Transliteration C: nyktilalos Beta Code: nuktila/los

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A nightly-sounding, κιθάρη AP7.29 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτῐλάλος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα λαλῶν, ἠχῶν, κιθάρα Ἀνθ. Π. 7. 29.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui résonne la nuit.
Étymologie: νύξ, λαλέω.

Greek Monolingual

-ο (Α νυκτιλάλος, -ον)
αυτός που λαλεί ή ηχεί κατά τη νύχτανυκτιλάλος κιθάρη», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος)].

Greek Monotonic

νυκτῐλάλος: [ᾰ], -ον, αυτός που λαλεί, ηχεί τη νύχτα, σε Ανθ.