περιρροή

From LSJ
Revision as of 01:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιρροή Medium diacritics: περιρροή Low diacritics: περιρροή Capitals: ΠΕΡΙΡΡΟΗ
Transliteration A: perirroḗ Transliteration B: perirroē Transliteration C: perirroi Beta Code: perirroh/

English (LSJ)

ἡ,

   A flowing round, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχῃ . . ἡ π. γιγνομένη according as each flows round, Pl.Phd.111e.    II fluid, ξὺν π. αἱμάλωψ Aret.CD1.13.

Greek (Liddell-Scott)

περιρροή: ἡ, ῥοὴ ἐκ τῶν πέριξ, ὡς ἂν ἑκάστοις [τοῖς ποταμοῖς] τύχη... ἡ περ. γιγνομένη, ὡς ἕκαστος ῥέει ὁλόγυρα, Πλάτ. Φαίδων 111Ε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
écoulement (d’un fleuve, etc.) vers un point déterminé.
Étymologie: περιρρέω.

Greek Monolingual

ἡ, Α περιρρέω
1. η ροή, το ρεύμα από τα γύρω («ὡς ἄν ἑκάστοις [τοῑς ποταμοῑς] τύχῃ... ἡ περιρροὴ γιγνομένη» — όπως κυλάει κάθε ποταμός από τα πέριξ, Πλάτ.)
2. το ρευστό.

Greek Monotonic

περιρροή: ἡ (περιρρέω), ροή γύρω από, σε Πλάτ.