πατήθρα

Revision as of 08:27, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. καθένα από τα δύο εξαρτήματα στη βάση του υφαντικού ιστού, του αργαλειού, τα οποία πατάει εναλλάξ η υφάντρια για να ανεβάζει και να κατεβάζει τα μιτάρια, ώστε να πλέκεται η κρόκη με το στημόνι, αλλ. ποδαρικό ή ποδαριακό
2. ο ποδοκίνητος μοχλός, το ποδωστήριο ή ποδωστήρας της ποδοκίνητης ραπτομηχανής, κν. παντόφλα ή πεντάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατώ + επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα, τσουλήθρα)].