ποδωστήρας

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ποδοκίνητος μοχλός, πατήθρα, πεντάλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ποδωσ- του αορ. του ποδώ + επίθημα -τήρ].