ποθέσπερος

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποθέσπερος Medium diacritics: ποθέσπερος Low diacritics: ποθέσπερος Capitals: ΠΟΘΕΣΠΕΡΟΣ
Transliteration A: pothésperos Transliteration B: pothesperos Transliteration C: pothesperos Beta Code: poqe/speros

English (LSJ)

   A v. προσέσπερος.

German (Pape)

[Seite 644] dor. statt προσέσπερος; τὰ ποθέσπερα, als adv., gegen Abend, Abends, Theocr. 4, 3. 8, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. ἀντὶ προσέσπερος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) προσέσπερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτ (< ποτί «προς» με αποκοπή) + ἑσπέρα (πρβλ. αν-έσπερος, εφ-έσπερος), με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ.].

Greek Monotonic

ποθέσπερος: -ον, Δωρ. αντί προσέσπερος.