πορθήτωρ
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ορος, ὁ,
A = πορθητής, A.Ag.907, Ch.974.
German (Pape)
[Seite 683] ορος, ὁ, poet. = πορθητής; Ἰλίου, Aesch. Ag. 881; δωμάτων, Ch. 968.
Greek (Liddell-Scott)
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, = πορθητής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 907, Χο. 974.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
dévastateur.
Étymologie: πορθέω.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
πορθητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορθῶ + επίθημα -τωρ (πρβλ. νική-τωρ, ποθή-τωρ)].
Greek Monotonic
πορθήτωρ: -ορος, ὁ, πορθητής, σε Αισχύλ.