ὁμοιόρροπος
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
English (LSJ)
ον,
A of a like tendency, γυμνάσιον Gal.6.145.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοιόρροπος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν ῥοπήν, ἰσόρροπος, Γαλην. τ. 6, σ. 86F.
Greek Monolingual
ὁμοιόρροπος, -ον (Α)
αυτός που έχει όμοια ροπή, ισόρροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -ρροπος (< ροπή), πρβλ. ισό-ρροπος].