μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
1. απαλλάσσω κάτι από τη βρομιά, καθαρίζω
2. μτφ. εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαστρ-εύω (με ανομοιωτική αποβολή του αρκτικού σ-) < σπαρτ-εύω «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο» (πρβλ. γλάστρα < γράστρα < γράστα < γάστρα].