ξέστρο
From LSJ
μεγάλα ὠφελήσεσθε πρὸς ἱστορίαν τῶν κοινῶν → that will be of great benefit to you in order to understand public affairs
Greek Monolingual
το (Α ξέστρον)
εργαλείο ποικίλης μορφής που αποτελείται από λεπίδα κατασκευασμένη από σκληρό χάλυβα και ακονισμένη στο άκρο και το οποίο έχει διάφορες χρήσεις
νεοελλ.
ιατρ. χειρουργικό εργαλείο με το οποίο αποξέονται τα τοιχώματα διαφόρων κοίλων οργάνων, όπως λ.χ. η κοιλότητα της μήτρας, για λήψη ή απομάκρυνση βιολογικού υλικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. ἔ-ξεσ-α + επίθημα -τρον (πρβλ. πίεστρον)].