ξηροπυρίτας

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηροπῡρίτᾱς Medium diacritics: ξηροπυρίτας Low diacritics: ξηροπυρίτας Capitals: ΞΗΡΟΠΥΡΙΤΑΣ
Transliteration A: xēropyrítas Transliteration B: xēropyritas Transliteration C: ksiropyritas Beta Code: chropuri/tas

English (LSJ)

[ῑ] ἄρτος, ὁ, (πυρός)    A = αὐτόπυρος, Ameriasap.Ath.3.114c.

Greek Monolingual

ξηροπυρίτας, ὁ (Α)
φρ. «ξηροπυρίτας ἄρτος» — άρτος που παρασκευάζεται με ακοσκίνιστο σταρένιο αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + πυρίτᾱς (< πυρός «σιτάρι») (ἄρτος)].