ξηρώδης
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ες,
A dryish, looking dry, EM557.27.
German (Pape)
[Seite 279] ες, wie trocken, trocken aussehend, E. M. v. Λάσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ξηρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐνέχων ξηρότητα, Μέγ. Ἐτυμολογ. 557. 27.
Greek Monolingual
ξηρώδης, -ῶδες (Α) ξηρός
αυτός που δίνει την εντύπωση του ξηρού, που έχει ξηρότητα.